τιτλοφόρηση

τιτλοφόρηση
[-ις (-εως)] η присуждение титула, присвоение звания

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τιτλοφόρηση" в других словарях:

  • τιτλοφόρηση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τιτλοφορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιτλοφορώ. Η λ., στον λόγιο τ. τιτλοφόρησις, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»